ἀμνησίκακος — forgiving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμνησίκακος — η, ο (Α ἀμνησίκακος, ον) αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη μνήμη του το κακό, που δεν μισεί εκείνους που τόν έβλαψαν, ο μη εκδικητικός, ανεξίκακος, αγαθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μνησίκακος. ΠΑΡ. ἀμνησικακία αρχ. ἀμνησικακῶ] … Dictionary of Greek
ἀμνησικάκως — ἀμνησίκακος forgiving adverbial ἀμνησίκακος forgiving masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνησίκακον — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem acc sg ἀμνησίκακος forgiving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνησικάκοις — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνησικάκου — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνησικάκους — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνησικάκων — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνησικάκῳ — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνησίκακε — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)